Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίσχοινος — δίσχοινος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δύο σχοίνων (δηλ. 60 σταδίων) … Dictionary of Greek
δίσχοινον — δίσχοινος measuring two masc/fem acc sg δίσχοινος measuring two neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)